καλοαρέσω

καλοαρέσω
και καλαρέσω
(συν. στο γ' πρόσ.) καλοαρέσει ή καλαρέσει
είναι αρεστό, ευχάριστο ή συμπαθές («δεν μού καλοαρέσει αυτός ο άνθρωπος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + αρέσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλοαρέσω — βλ. καλαρέσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”